ξεχαρβάλωμα

ξεχαρβάλωμα
το [ξεχαρβαλώνω]
1. άτεχνη ή λόγω παλαιότητας διάλυση ενός αντικειμένου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, χάλασμα, εξάρθρωση, αποσύνθεση
2. μτφ. διαταραχή τού κανονικού ρυθμού λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργάνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεχαρβάλωμα — το, ατος 1. εξάρθρωση, χαλάρωση, παράλυση, αποσύνθεση: Πώς έπαθε τέτοιο ξεχαρβάλωμα το έπιπλο; 2. ηθική αταξία, πτώση: Είναι τρομερό το ξεχαρβάλωμα της οικογένειας αυτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση …   Dictionary of Greek

  • Ρεμπό, Αρτίρ — (Rimbaud, Σαρλβίλ, Αρδένες 1854 – Μασαλία 1891). Γάλλος ποιητής. Ο πόθος της ελευθερίας και η τραγική ανησυχία που θα κυριαρχούσαν στην ποιητική εμπειρία και στη ζωή του προαναγγέλθηκαν πολύ πρώιμα. Το 1870 δημοσίευσε σε ένα περιοδικό την πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρωση — η 1. η λύση της άρθρωσης, στραμπούλιγμα, εξάρθρωμα, βγάλσιμο. 2. μτφ., αποσύνδεση, παράλυση της συνοχής, ξεχαρβάλωμα: Η εξάρθρωση της οργάνωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραβάλιασμα — το, ατος φθορά, ξεχαρβάλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”